- προησθησις
- προήσθησιςπρο-ήσθησις-εως ἥ заранее испытываемая радость
(Plat. - v. l. προαίσθησις)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Plat. - v. l. προαίσθησις)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προήσθησις — ήσεως, ἡ, Α [προήδομαι] η εκ τών προτέρων χαρά … Dictionary of Greek
προησθήσεις — προήσθησις joy beforehand fem nom/voc pl (attic epic) προήσθησις joy beforehand fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)